dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
χωρίς χρέη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schuldenfrei
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
χωρίς χρέη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unverschuldet
Ⓦ
Ⓖ
…